- πυγμαχία
- πυγμᾰχ-ία, [dialect] Ep. [suff] πυγμᾰχ-ίη, ἡ,A boxing, Il.23.653,665, Pi.O.11(10).12, etc.: pl., Pratin.Lyr.1.8, Opp.C.2.20.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυγμαχία — πυγμαχίᾱ , πυγμαχία boxing fem nom/voc/acc dual πυγμαχίᾱ , πυγμαχία boxing fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμαχίᾳ — πυγμαχίαι , πυγμαχία boxing fem nom/voc pl πυγμαχίᾱͅ , πυγμαχία boxing fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμαχία — η, Ν ΜΑ, και επικ. τ. πυγμαχιη Α [πυγμάχος] άθλημα για ερασιτέχνες και, σήμερα, και για επαγγελματίες, η τακτική τού οποίου περιλαμβάνει άμυνα και επίθεση με τις πυγμές, άθλημα που εισήχθη ως ολυμπιακό αγώνισμα στην αρχαία Ελλάδα γύρω στο 630 π.… … Dictionary of Greek
πυγμαχία — η 1. μάχη με πυγμή. 2. αθλητικό αγώνισμα μεταξύ δύο ατόμων που προσπαθεί ο ένας να καταβάλει τον άλλο με γροθοκοπήματα, αλλ. μποξ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πυγμαχίας — πυγμαχίᾱς , πυγμαχία boxing fem acc pl πυγμαχίᾱς , πυγμαχία boxing fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμαχίαν — πυγμαχίᾱν , πυγμαχία boxing fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμαχίαισι — πυγμαχία boxing fem dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμαχίην — πυγμαχία boxing fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμαχίης — πυγμαχία boxing fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμαχίῃ — πυγμαχία boxing fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγμαχίῃσι — πυγμαχία boxing fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)